καλοκἀγαθία

καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθία, ας, ἡ (s. καλός, ἀγαθός; on the crasis s. Gignac I, 324; cp. Schwyzer 427; Aristoph., X. et al.; Diod S 1, 79; Epict. 1, 7, 8; 4, 1, 164; ins, pap, 4 Macc, EpArist. Oft. in Philo; the adj. combination καλὸς κἀγαθός in older usage denotes ‘perfect gentleman’, w. focus on social status superior to the general working class, Hdt. [1, 30, 4 the earliest use, in Solon’s words to Croesus] et al., then a pers. of lofty moral character and civic-mindedness, for ins s., e.g., OGI index VIII) nobility of character, excellence Js 5:10 v.l.; IEph 14:1.—JBerlage, De vi et usu vocum καλὸς κἀγαθός, καλοκαγαθία: Mnemosyne 60, ’33, 20–40; JJüthner, Rzach Festschr. 1930, 99–119; Danker, Benefactor 319f.—Larfeld I 497. DELG s.v. καλός. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοκαγαθία — καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc/acc dual καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθία — καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc/acc dual καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλοκαγαθία —         (kalokagathia) (греч.) идеал физич. и нравств. совершенства.         см. Калокагатия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • καλοκαγαθία — η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) [καλοκάγαθος] η ιδιότητα τού καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τού καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια αρχ. εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαγαθίᾳ — καλοκαγαθίαι , καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίᾳ — καλοκἀγαθίαι , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίας — καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem acc pl καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίας — καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem acc pl καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαι — καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίαι — καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαν — καλοκαγαθίᾱν , καλοκαγαθία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”